- σύστρεψις
- (-εως), σύστροφή η скручивание, свивание; закручивание;
σύστρεψις των υδάτων — водоворот
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σύστρεψις των υδάτων — водоворот
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.